- πολυλογία
- η, ΝΜΑ [πολύλογος]το να λέει κανείς πολλά να μιλάει συνεχώς ή να αναφέρει περιττά πράγματα, η φλυαρία (α. «μέ ζάλισε με την πολυλογία του» β. «ἐκ πάντων τούτων ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυλογία — πολυλογίᾱ , πολυλογία loquacity fem nom/voc/acc dual πολυλογίᾱ , πολυλογία loquacity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλογίᾳ — πολυλογίαι , πολυλογία loquacity fem nom/voc pl πολυλογίᾱͅ , πολυλογία loquacity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλογία — η το να λέει κανείς πολλά, η φλυαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυλογίας — πολυλογίᾱς , πολυλογία loquacity fem acc pl πολυλογίᾱς , πολυλογία loquacity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλογίαι — πολυλογία loquacity fem nom/voc pl πολυλογίᾱͅ , πολυλογία loquacity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλογίαν — πολυλογίᾱν , πολυλογία loquacity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλογιῶν — πολυλογία loquacity fem gen pl πολυλογίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλογίαις — πολυλογία loquacity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LITANIA — rogatio, supplicatio: Sed praeterea publicae supplicationis genus est, quâ Dei misericordia ex sollenni more ardentius imploratur. Indicebantur olim graviquovis imminente discrimine, quandoque ad impertandam camporum benedictionem, ne tactis… … Hofmann J. Lexicon universale
μακρολόγος — ο (Α μακρολόγος, ον) 1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία 2. απεραντολόγος, πολυλογάς. επίρρ... μακρολόγως (Α) 1. λεπτομερώς, διεξοδικά 2. με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λόγος*] … Dictionary of Greek